- ἵεσις
- ἵεσις, εως, ἡ, ([etym.] ἵημι)A throwing, EM469.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο … Dictionary of Greek
ἱέσεως — ἱέσεω̆ς , ἵεσις throwing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)